γλαδίολος

γλαδίολος
(gladiolus).Ποώδες βολβόρριζο φυτό της οικογένειας των μονοκοτυλήδονων ιριδιδών, που καλλιεργείται κυρίως ως καλλωπιστικό, είτε για το στόλισμα των κήπων, είτε για τα άνθη του. Για τον τελευταίο σκοπό καλλιεργείται και στην Ελλάδα. Έχει φύλλα λογχοειδή, μυτερά και όρθιο ανθοφόρο στέλεχος ύψους 0,60-1,20 μ. Τα άνθη είναι κατά μονόπλευρο ή δίσειρο επιμήκη στάχυ. Το περιγόνιό τους αποτελείται από έξι ανισομήκη μέρη που σχηματίζουν δίχειλη στεφάνη με κοντό σωλήνα. Στο γένος αυτό ανήκουν περίπου 150 είδη, ενδημικά κυρίως της Αφρικής και των μεσογειακών περιοχών. Μερικά είδη φυτρώνουν και στην ηπειρωτική Ευρώπη. Από τα πιο αξιόλογα και διαδεδομένα ως καλλωπιστικά είναι τα αφρικανικά είδη γ. ο ψιττακόμορφος με άνθη διάστικτα με κίτρινο, ο γ. ο καρδινάλιος,ο πιο κοινός, με άνθη πορφυρά και με μία λευκή κηλίδα, ο γ. οήπιος,με λευκορόδινα άνθη και σωλήνα κίτρινο και ο γ. ο σαουντέρσιος,με πορφυρά άνθη, διάστικτα με λευκό. Σχεδόν όλοι κατάγονται από την κεντρική Ασία και την Αφρική. Με επιλογή και διασταυρώσεις μεταξύ των ειδών αυτών, έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμες ποικιλίες με πλήθος χρωματικών συνδυασμών. Εκτός από τα είδη που καλλιεργούνται, στην Ελλάδα υπάρχουν και τα αυτοφυή σπαθόχορτο (γ. ο αρουραίος), γ. οβυζαντινός, γ. ο ιλλυρικός και γ. ο γλαυκός.Κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας τους (Απρίλιος-Μάιος), αποτελούν θαυμάσιο διάκοσμο για τους αγρούς, αν και για τα άλλα φυτά αποτελούν ενοχλητικά ζιζάνια. Οι γ. πολλαπλασιάζονται κυρίως με βολβούς αλλά και με σπέρματα. Προτιμούν αμμώδη εδάφη πλούσια σε χούμο. Γλαδίολος ο μεγανθής· καλλιεργείται κυρίως για την παραγωγή και την εμπορία ανθών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό …   Dictionary of Greek

  • γλαδιόλα — η και γλαδίολος, ο ονομασία διακοσμητικών φυτών της οικογένειας ιριδίδαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. gladiolus] …   Dictionary of Greek

  • ιριδίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, στην οποία υπάγονται πολλά από τα σπουδαιότερα και εντυπωσιακότερα καλλωπιστικά είδη, όπως η ίρις, ο κρίνος, η φρέζια, ο γλαδιόλος κ.ά. Κυρίως πρόκειται για ποώδη φυτά, ριζωματώδη ή βολβόριζα. Οι ι. φέρουν φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • ξιφίο — και ξίφιο, το (Α ξίφιον και ξιφίον) [ξίφος] είδος φυτού που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, φέρει την ονομασία γλαδίολος ή γλαδιόλα …   Dictionary of Greek

  • σαβάνα — Φυτικός σχηματισμός των θερμών περιοχών στις οποίες υπάρχει μια σαφής διάκριση μεταξύ μιας εποχής απόλυτης ξηρασίας και μιας που χαρακτηρίζεται από έντονες νεροποντές. Οι σ. απαντιούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος στην κεντρική Αφρική, μεταξύ 5°… …   Dictionary of Greek

  • σπαθίνακας — ο, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού γλαδίολος ή ξιφίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί, λόγω τής μορφής τών φύλλων τού φυτού. Τα διάφορα είδη τής οικογένειας αυτής είναι κοινώς γνωστά ως σπαθίφυλλο, σπαθόφυλλο, σπαθόχορτο κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • σπαθόχορτο — το, Ν κοινή ονομασία τών φυτών γλαδίολος, κάρηξ και υπερικό, η οποία τους αποδόθηκε λόγω τών σπαθόμορφων φύλλων τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί + χόρτο (βλ. και σπαθίνακας)] …   Dictionary of Greek

  • αγριοπετεινός — Ο άγριος πετεινός, o αγριοκόκορας. Στη βοτανική ονομάζεται έτσι και το φυτό γλαδίολος ο αρουραίος (cladiolus segetum), της οικογένειας των ιριδιδών. Πρόκειται για πολυετή πόα, βολβόρριζη, με βολβό κονδυλώδη και ύψος 30 80 εκ. Έχει φύλλα σπαθωτά… …   Dictionary of Greek

  • μονοκοτυλήδονα ή μονοκότυλα — Μία από τις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις των αγγειόσπερμων φυτών, με κύριο χαρακτηριστικό ότι το έμβρυό τους συνοδεύεται από ένα μόνο εμβρυακό φύλλο ή κοτυληδόνα· γενικά έχουν φύλλα επιμήκη, ταινιόμορφα, ωοειδή ή λογχοειδή, με τις νευρώσεις σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”